Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Χυδαία πράξη Βεβήλωσης της Ποιήσεως

Στο πλαίσιο της εξαιρετικής εκδηλώσεως, που έλαβε χώρα στο Μουσείο της Πλατείας, όπου και παρουσιάστηκε το αριστουργηματικό βιβλίο του αναπληρωτή υπουργού Κουλτούρας και Προπαγάνδας «Τι μένει από το φαγοπότι» και μέσα σε μια πλειάδα υπερανθρώπων του πνεύματος παρεισέφρησαν ορισμένοι εγκάθετοι εχθροί της ποιήσεως και της πατρίδος, οι οποίοι εχλεύασαν με τον πλέον αντεθνικόν και κατάπτυστον τρόπον το ποιητικό έργο του Κυρίου Υπουργού. Η ανωτέρω πράξη καταδικάστηκε συλλήβδην από τον πολιτικό και πολιτιστικό κόσμο του Έθνους.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Ποιητής απήγγειλε το στίχο του : η ποίηση κλέβει τις νύχτες μου» και τα εγκάθετα αναρχικά στοιχεία του εκραύγασαν εν χορώ «Κι εσύ κλέβεις τα λεφτά μας».
Ακολούθησε πανδαιμόνιο.
Από την ένταση που δημιουργήθηκε, ένας εκ των εκλεκτών παρουσιαστών του βιβλίου, υπερήλιξ καθηγητής υπέστη χλαπάτσαν, καθώς χτυπήθηκε στην ηβική χώρα από την τιράντα του παρακαθήμενού του επίσης παρουσιαστή του βιβλίου και γνωστού τοις πάσι κριτικού και στιχοπλόκου. Η εν λόγω τιράντα διερράγη λόγω έντονης τάσης προς μετεωρισμό που του προκάλεσε η βλάσφημος προς την ποίησιν κατάστασις. Ο υπερήλιξ διεκομίσθη στο κυλικείο του μουσείου όπου του χορηγήθηκαν ισχυρές δόσεις βιάγκρα, ενώ ο έτερος παρουσιαστής εξεδήλωσε τον μετεωρισμό του, με αποτέλεσμα να εκκενωθεί η αίθουσα λόγω της αφόρητης δυσοσμίας.
Ο Υπουργός Κουλτούρας, που βρισκόταν την ώρα της εκδήλωσης σε παρακείμενο του Μουσείου ζυθεστιατόριο της Πλατείας, μόλις πληροφορήθηκε το συμβάν, διέταξε την κινητοποίηση της νεοσυσταθείσης Πολιτιστικής Αστυνομίας και της ανέθεσε πάραυτα την εξιχνίαση της εγκληματικής αναρχοκομμουνιστικής και αντεθνικής ενέργειας και την άμεση σύλληψη των δραστών.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ



I PAESAGGI DELLA MIA INNOCENZA



I paesaggi della mia innocenza
sono spariti come l’infanzia
ineffabile e inafferabile;
io non mi so bambino
e così non ricordo bene
una campagna
un fiume
del tempo andato…
pure nessuno m’ha ditto
di quella campagna,
quell fiume
e di una scampagnata
lontana
che specchia fiume e campagna…
ma io non ricordo com’ero
allora…
confusamente indovino
d’ avere appartenuto
visibile ospite
(o invisibile?)
ad un misterioso gaudio
che una felice dea
aveva indotto su un prato…

Atene 12.5.1931



ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ


Τα τοπία της αθωότητάς μου
χάνονται σαν τα παιδικά χρόνια
ανείπωτα και άπιαστα·
δε με ξέρω μικρό παιδί
κι έτσι δε θυμάμαι καλά
μια εξοχή
ένα ποτάμι
του περασμένου καιρού…
ακόμα κανείς δε μου μίλησε
για κείνη την εξοχή
εκείνο το ποτάμι
και για μια εκδρομή
μακρινή
που καθρεφτίζει ποτάμι κι εξοχή
μα εγώ δε θυμάμαι πώς ήμουνα
άλλοτε…
συγκεχυμένα μαντεύω
πως έχω πάρει μέρος
ορατός επισκέπτης
(ή αόρατος;)
σε μια μυστηριώδη χαρά
που μια μακάρια θεά
είχε φέρει σ’ ένα λιβάδι

Απόδοση
Γιάννης Βούλτος